-
1 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
2 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
3 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
-
4 восход
(солнца) η ανατολή (του ηλίου), το χάραμα, η αυγή, η ηώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восход
-
5 солнце
-а α.ο ήλιος•вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•
восход солнца ανατολή του ήλιου•
заход -а δύση του ήλιου•
затмение -а έκλειψη του ήλιου•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•
греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.
εκφρ.до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο. -
6 восход
-а α.1. άνοδος, ανάβαση•восход на вершину горы ανάβαση στην κορυφή τού βουνού.
2. ανατολή•восход солнца ανατολή του ήλιου•
до -а солнца πριν την ανατολή του ήλιου, πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος.
-
7 восход
восходм ἡ ἀνατολή:\восход солнца ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· на \восходе солнца τό ήλιο-χάραμα, στήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. -
8 закат
-а α.1. δύση, βασίλεμα•закат солнца η δύση του ήλιου.
|| το πανόραμα του βασιλέματος του ήλιου.2. μτφ. τέλος ύπαρξης ή δράσης.3. παλ. οι δυτικές χώρες, η δύση.εκφρ.на -е дней – τις τελευταίες μέρες της ζωής. -
9 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
10 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
11 блеск
-а (-у) α.1. λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα•блеск солнца η λάμψη του ήλιου•
блеск штыков η λάμψη των λογχών.
2. μτφ., πολυτέλεια μεγαλοπρέπεια•блеск славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας•
блеск наряда η πολυτέλεια του στολισμού, του ντυσίματος.
3. (σε συνδυασμό με ονομασίες μερικών ορυκτών)•железный блеск ο αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)•
свинцовый блеск ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος.
εκφρ.во всем -е – μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)•с -ом – λαμπρά, έξοχα, θαυμάσια. -
12 закат
1. (дефект проката) το ελάττωμα της έλασης 2. (солнца) η δύση του Ηλίουτο ηλιοβασίλεμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закат
-
13 корона
1. тех. η στεφάνη, το στέμμα 2 (ореол вокруг солнца) η στεφάνη του ηλίου, το ηλιακό στέμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корона
-
14 жгучий
жгу́ч||ийприл1. (горячий) καυτερός, καυστικός:\жгучийие лучи солнца οἱ καυτερές ἀκτίνες τοῦ ήλίου·2. перен φλογερός, τσουχτερός, καυτερός, δριμύς, ὁξύς:\жгучий мороз τό τσουχτερό κρύο· \жгучий взгляд τό φλογερό βλεμμα· \жгучийая боль ὁ δριμύς πόνος· \жгучийие слезы τά μαύρα δάκρυα· \жгучий стыд ντροπή πού καίει· ◊ \жгучий брюнет πολύ με-λαχροινός, μελαψός. -
15 закат
закатм1. (солнца) ἡ δύση [-ις] τοῦ ἡλίου, τό ήλιοβασίλε(υ)μα·2. перен τό τέλος, ἡ παρακμή, ἡ κατάπτωση [-ις]:\закат жизни τά ὑστερινά· на\закатеднейота γεράματα, στό τέλος τής ζωῆς. -
16 заход
заходм1. (солнца и т. п.) ἡ δύση[-ις] τοῦ ήλίου, τό ἡλιοβασίλεμα, τό λιόγερμα·2. (куда-л.) ἡ στάση [-ις], ἡ στάθμευση [-ις], ὁ πηγαιμός:без \захода в гавань χωρίς νά μπεί στό λιμάνι. -
17 луч
лучм ἡ ἀκτίνα, ἡ ἀχτίδα, ἡ ἀκτίς:\луч солнца ἡ ἀκτίνα τοῦ ήλίου· космические \лучй οἱ κοσμικές ἀκτίνες· рентгеновские \лучи́ οἱ ἀκτΐνες Ραΐντγκεν ультрафиолетовые \лучй αί ὑπεριώδεις ἀκτΐνες· испускать \лучй ἀκτινοβολῶ. -
18 очки
очкимн. τά ματογυάλια, τά γυαλιά, τά διόπτρα:защитные \очки а) τά γυαλιά τοῦ ήλιου (от солнца), б) τά προφυλακτικά γυαλιά (у сварщиков и т. п.)· ◊ втирать \очки разг ρίχνω στάχτη στά μάτια· смотреть на все сквозь розовые \очки τά βλέπω ὅλα ρόδινα. -
19 солнечный
солнечн||ыйприл1. ἡλιακός:\солнечный свет τό ἡλιακό φως· \солнечный спектр τό ἡλιακό φάσμα· \солнечныйые лучи́ οἱ ἡλιακές ἀκτίνες· \солнечныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τοῦ) ἡλίου·2. (наполненный светом солнца) εὐήλιος, προσήλιος, ήλιοφώτιστος:\солнечный день ἡ ἡλιόλουστη μέρα, ἡ λιακάδα· \солнечныйая комната τό εὐήλιο δωμάτιο·3. перен (радужный) λαμπρός, χαρούμενος, λιόχαρος· ◊ \солнечный удар ἡ ἡλίαση [-ις], ἡ σειρίαση, ἡ ἡλιο-πληξία· \солнечныйые ванны τά ήλιόλουτρα· \солнечныйые часы τό ἡλιακό ὠρολόγιο, ἡ μεριδιάνα· \солнечныйое сплетение анат· τό ήλιακό[ν] πλέγμα. -
20 залюбоваться
-буюсь, -буешьсяρ.σ. αρέσκομαι να κοιτάζω•залюбоваться восходом солнца μου αρέσει να βλέπω την ανατολή του ήλιου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Phos Hilaron — (polytonic|Φῶς Ἱλαρόν) is an ancient Christian hymn originally written in New Testament Greek. The hymn is known in English as Hail Gladdening Light or O Resplendent Light . It is the earliest known Christian hymn recorded outside of the Bible… … Wikipedia
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… … Православная энциклопедия
ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни … Православная энциклопедия